- περιήγημα
- περιήγ-ημα, ατος, τό,A topographical description, Sch.D.P.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιήγημα — τὸ, Α [περιηγούμαι] τοπογραφική περιγραφή … Dictionary of Greek
περιηγημάτων — περιήγημα topographical description neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγηματικός — ή, όν, Α [περιήγημα, ατος] αυτός που αναφέρεται στην περιήγηση, περιγραφικός … Dictionary of Greek